- δέξιμο
- τουποδοχή συγγενικού ή φιλικού προσώπου: Πάντα χαίρομαι το δέξιμο των φίλων μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δέξιμο — και δεξιμιό, το 1. η υποδοχή, το καλωσόρισμα 2. η συγκατάθεση, η συναίνεση 3. φρ. «καλά δεξίματα» με το καλό να τόν δεχθείτε (φίλο ή συγγενή που έλειπε). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεξ (δέξιμος) τού ρ. δέχομαι] … Dictionary of Greek
δεξίμι — το 1. δώρο σταλμένο από κάποιον 2. στον πληθ. δεξίμια δεξίματα, το δέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεξ (δέξιμος, δέξιμο) τού δέχομαι] … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek